Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τρίχες κεφαλῆς

  • 1 θριξ

         θρίξ
        gen. τρῐχός ἥ (gen. pl. θριξί) тж. собир.
        1) волос, волосы
        

    (τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.)

        τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. — прядь волос;
        θ. γενείου Aesch.борода

        2) шерсть, руно
        

    (ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT.)

        3) конский волос
        

    (οὐραῖαι Hom.)

        4) щетина
        

    (κάπρου Hom.)

        5) перен. «волосок», пустяк
        

    θ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. — на волосок, чуть-чуть;

        οὐδ΄ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. — никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов);
        ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. — нечто стоящее (не более) волоса, т.е. совершенный пустяк;
        ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth.висеть на волоске

    Древнегреческо-русский словарь > θριξ

  • 2 κρανιον

        τό [κάρη]
        1) верхняя часть головы, черепная крышка
        

    (ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Hom.; κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος κ. καλεῖται Arst.)

        2) черепная коробка, череп
        

    (τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καλεῖται κ. Arst.; πίνειν ἐκ τῶν κρανίων κεχρυσωμένων Plat.)

        3) ( в Иерусалиме) лобное место, Голгофа
        

    (Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > κρανιον

  • 3 ρεω

         ῥέω
        I
        эп. тж. Hes., Anth. ῥείω, редко Plut., Luc. ῥέομαι (fut. ῥεύσομαι - дор. ῥευσοῦμαι, поздн. ῥεύσω, атт. ῥυήσομαι, aor. 1 ἔρρευσα, aor. 2 ἐρρύην, pf. ἐρρύηκα; формы на εη, εο и εω - без стяжения)
        1) течь, литься, струиться
        ῥ. ὕδατι λιαρῷ Hom. — источать горячую воду;
        ῥ. αἵματι Hom. или φόνῳ Eur. — струиться кровью;
        φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Eur. — ущелья, по которым течет вода, т.е. горные потоки;
        ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος Her. (о реке) образоваться от тающих снегов;
        ἱδρῶτι ῥεούμενοι (= ῥεόμενοι) Her. — обливающиеся потом;
        μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. — слаще меда лилась речь (Нестора);
        ῥ. ἐπαίνῳ Arph. — быть осыпаемым похвалами;
        χρυσῷ ῥ. Eur. — купаться в золоте;
        ἄνω ῥ. Eur. или ἄνω ποταμῶν ῥ. погов. Eur., Dem. — течь вспять, т.е. быть поставленным вверх дном;
        ὡς ἰόντων ἁπάντων καὴ ἀεὴ ῥεόντων Plat. — так как все движется и вечно течет;
        οἱ ῥέοντες Plat. «текучие», т.е. последователи Гераклита

        2) растекаться, разливаться
        

    (ὅ ποταμὸς ἐρρύη μέγας Thuc.)

        ἥ φλὸξ ῥυεῖσα Plut.распространившееся пламя

        3) расплываться, исчезать
        

    (ῥ. καὴ ἀπόλλυσθαι Plat.)

        4) наплывать, устремляться
        ῥέων στρατὸς ἔστειχε Eur.армия неудержимо прорывалась вперед

        5) нападать, (гневно) набрасываться
        

    (κατά τινος Dem. и πρός τινα Plut.)

        6) с жаром набрасываться, ревностно приниматься
        

    (ῥ. πρὸς τὰ μαθήματα Plat.; ῥ. ἐπὴ ποιητικήν Plut.)

        7) опадать
        

    (ῥεῖ ὅ καρπός Polyb.)

        8) падать, выпадать
        ῥέουσι αἱ τρίχες ἐκ τῆς κεφαλῆς Arst., Theocr.волосы выпадают на голове

        9) ( о корабле) пропускать воду, течь Arst.
        10) страдать истечениями
        11) лить, струить
        

    (γάλα Theocr.; οἶνον Luc.)

        II
        (только pf. εἴρηκα; pass.: fut. ῥηθήσομαι, fut. 3 εἰρήσομαι, aor. ἐρρήθεν и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι, ppf. εἰρήμην) говорить

    Древнегреческо-русский словарь > ρεω

  • 4 απορρεω

        (fut. ἀπορρυήσομαι, aor. 2 ἀπερρύην)
        1) вытекать, стекать
        

    (ἐκ κρήνης Plat.; αἵματα ἀπορρυέντα Aesch.)

        τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἀπορρέον Her.вытекающий из плода сок

        2) падать вниз, спадать

    (τοῦ ἵππου Plut.)

    ; выпадать, опадать
        

    (τὰ πτερὰ Plat. или τὰ φύλλα ἀπορρεῖ Dem., Arst.; ἀπορρυῆναι τῆς κεφαλῆς Plut.; τρίχες ἀπορρυεῖσαι Arst.)

        3) выходить, вырываться, валить
        4) пропадать
        5) уходить, удаляться
        

    (ἀπό τινος Polyb.; τῆς αὐλῆς Plut.)

        ἀ. ἀλλήλων Plat. — расходиться, расставаться

    Древнегреческо-русский словарь > απορρεω

См. также в других словарях:

  • αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …   Dictionary of Greek

  • κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου …   Dictionary of Greek

  • τριχωτός — ή, ό / τριχωτός, ή, όν, ΝΜΑ [τριχῶ] αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός νεοελλ. φρ. α) «τριχωτό δέρμα» ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες β) «τριχωτό τής κεφαλής» το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά γ) «τριχωτή… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • τρίχαπτος — ον, και τ. ουδ. τριχαπτόν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίχαπτο(ν) (παλ. λόγιος τ.) δαντέλα αρχ. 1. πλεγμένος ή υφασμένος με τρίχες 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολύ λεπτή ύφανση, λεπτοΰφαντος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχαπτον (ενν. ἱμάτιον)… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»